μακρόπτερος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A long-winged, Arist.PA644a20.
Greek (Liddell-Scott)
μακρόπτερος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰς πτέρυγας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 4, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μακρόπτερος, -ον)
αυτός που έχει μακριές πτέρυγες ή μακριά πτερύγια.
Russian (Dvoretsky)
μακρόπτερος: длиннокрылый (ὄρνις Arst.).