μελάνδρυον

From LSJ
Revision as of 15:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνδρῠον Medium diacritics: μελάνδρυον Low diacritics: μελάνδρυον Capitals: ΜΕΛΑΝΔΡΥΟΝ
Transliteration A: melándryon Transliteration B: melandryon Transliteration C: melandryon Beta Code: mela/ndruon

English (LSJ)

τό, A heart of oak, Thphr.HP1.6.2. II v. μελάνδρυς.

German (Pape)

[Seite 119] τό, der schwarze Kern der Eiche (wofür Od. 14, 12 steht τὸ μέλαν δρυός), Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

μελάνδρυον: τό, ἡ ἐντεριώνη, ἡ καρδία τῆς δρυός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 2· ἀνθ’ οὗ ἐν Ὀδ. Ξ. 12 φέρεται τὸ μέλαν δρυός. ΙΙ. ἴδε ἐν λ. μελάνδρυς.

Greek Monolingual

μελάνδρυον, τὸ (ΑM)
η εντεριώνη, η καρδιά της δρυός
αρχ.
στον πληθ. τὰ μελάνδρυα
τεμάχια, μερίδες αλίπαστου τόννου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. του επιθέτου μελάνδρυος. Η σημ. του πληθ. μελάνδρυα «τεμάχια αλίπαστου τόννου» είναι μεταφορική].