μενθήρη

From LSJ
Revision as of 15:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενθήρη Medium diacritics: μενθήρη Low diacritics: μενθήρη Capitals: ΜΕΝΘΗΡΗ
Transliteration A: menthḗrē Transliteration B: menthērē Transliteration C: menthiri Beta Code: menqh/rh

English (LSJ)

ἡ, A = φροντίς, prob. in Panyas. 12 (post v. 15), cf. Hsch., EM580.6 (pl.; μενθῆρες f.l. in Suid.).

Greek Monolingual

μενθήρη, ἡ (Α)
η φροντίδα, η μέριμνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θ. μενθ- (βλ. λ. μανθάνω) + επίθημα -ήρη].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: φροντίς, μέριμνα (Panyas. 12 [?], H., EM, Suid.).
Other forms: Cf. μενθηριῶ μεριμνήσω, διατάξω H., and ἀ-μενθήριστος = ἀφρόντιστος, ἀμέριμνος (Timo 59; codd. ἀπ-).
Derivatives: Cf. μενθηριῶ μεριμνήσω, διατάξω H., and ἀ-μενθήριστος = ἀφρόντιστος, ἀμέριμνος (Timo 59; codd. ἀπ-).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Perhaps with suffixal -ήρη (cf. μέρμηραι, -ρίζω) to μανθάνω; s. v. Cf. μοῦσα.

Frisk Etymology German

μενθήρη: {menthḗrē}
Grammar: f.
Meaning: φροντίς, μέριμνα (Panyas. 12 [?], H.,EM, Suid.)
Derivative: mit μενθηριῶ· μεριμνήσω, διατάξω H., ἀμενθήριστος = ἀφρόντιστος, ἀμέριμνος (Timo 59; codd. ἀπ-).
Etymology : Vielleicht mit suffixalem -ήρη (vgl. μέρμηραι, -ρίζω) zu μανθάνω; s. d. Vgl. μοῦσα.
Page 2,207