μενέδουπος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A steadfast in the battle-din, Orph.A.539.
German (Pape)
[Seite 132] den Schlachtlärm bestehend, darin aushaltend, Ἀθήνη, Orph. Arg. 539.
Greek (Liddell-Scott)
μενέδουπος: -ον, καρτερικός, ὑπομένων ἀταράχως τὸν θόρυβον τῆς μάχης, Ὀρφ. Ἀργ. 537.
Greek Monolingual
μενέδουπος, -ον (Α)
αυτός που υπομένει καρτερικά τον θόρυβο της μάχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν (βλ. μένω) + δοῡπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασί-δουπος, ασπιδό-δουπος)].