μιαιγαμία

From LSJ
Revision as of 15:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐαιγᾰμία Medium diacritics: μιαιγαμία Low diacritics: μιαιγαμία Capitals: ΜΙΑΙΓΑΜΙΑ
Transliteration A: miaigamía Transliteration B: miaigamia Transliteration C: miaigamia Beta Code: miaigami/a

English (LSJ)

ἡ, A unlawful wedlock, in pl., Suid.

German (Pape)

[Seite 181] ἡ, Befleckung durch Ehe, Blutschande, Suid., nach μιαιφονία gebildet.

Greek (Liddell-Scott)

μιαιγᾰμία: ἡ, παράνομος γάμος, Καισάριος 920.

Greek Monolingual

μιαιγαμία, ἡ (ΑΜ)
μιαρός, παράνομος γάμος, αιμομιξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαι- (βλ. λ. μιαίνω) + -γαμία, μέσω ενός αμάρτυρου τ. μιαιγάμος].