μυκτηριάζω
From LSJ
English (LSJ)
μυκτηρι-ασμός, μυκτηρι-αστής, A = μυκτηρίζω, -ισμός, -ιστής, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
μυκτηριάζω: ἀντὶ μυκτηρίζω, Δοσιθ. Γλωσσ. ἐν Valck. Opusc. τ. 1, σ. 239.
Greek Monolingual
μυκτηριάζω (Α)
βλ. μυκτηρίζω.
Full diacritics: μυκτηριάζω | Medium diacritics: μυκτηριάζω | Low diacritics: μυκτηριάζω | Capitals: ΜΥΚΤΗΡΙΑΖΩ |
Transliteration A: myktēriázō | Transliteration B: myktēriazō | Transliteration C: myktiriazo | Beta Code: mukthria/zw |
μυκτηρι-ασμός, μυκτηρι-αστής, A = μυκτηρίζω, -ισμός, -ιστής, Gloss.
μυκτηριάζω: ἀντὶ μυκτηρίζω, Δοσιθ. Γλωσσ. ἐν Valck. Opusc. τ. 1, σ. 239.
μυκτηριάζω (Α)
βλ. μυκτηρίζω.