νεκρία
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
ἡ, A cemetery, Mitteis Chr.31i20 (pl., ii B.C.), UPZ19.16 (ii B.C.), Sammelb.5216.5 (pl., i B.C.).
Greek Monolingual
νεκρία, ἡ (Α) νεκρός
το νεκροταφείο.