παγκαρπία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, = foreg., Anticl.13, Thphr.HP9.8.7; A π. νηφάλιος IG22.1367. II at Alexandria, a kind of sweet cake, Harp.Mend. ap. Ath.14.648b.
German (Pape)
[Seite 435] ἡ, Sammlung von allerlei Früchten u. ein Opfer davon, Soph. frg. 464; μελιτοῦττα, eine Art Kuchen, Theophr.; vgl. Ath. XIV, 648 b u. Anticlid. ib. XI, 473 c; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παγκαρπία: ἡ, προσφορὰ ἐκ παντὸς εἴδους καρπῶν, συμμιγὴς π. Σοφ. Ἀποσπ. 464, πρβλ. ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 523. 15, Ἀντικλείδης παρ’ Ἀθην. 473C, πρβλ. 648B, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 7 (ἔνθα τὸ παγκαρπίαν ἐσφαλμένως ἐνομίσθη ὡς ἐπίθ.): ὁ Εὐρ. (Ἀποσπ. 904) ἔχει παγκάρπεια, χάριν τοῦ μέτρου ἐν ἀναπαιστικῷ στίχῳ. ΙΙ. εἶδος γλυκέος πλακοῦντος, Ἀλέξανδρ. παρ’ Ἀθην. 648Β.
Russian (Dvoretsky)
παγκαρπία: ἡ набор из всевозможных плодов (συμμιγής Soph.).