οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
Full diacritics: πᾰναίσχης | Medium diacritics: παναίσχης | Low diacritics: παναίσχης | Capitals: ΠΑΝΑΙΣΧΗΣ |
Transliteration A: panaíschēs | Transliteration B: panaischēs | Transliteration C: panaischis | Beta Code: panai/sxhs |
ες, A utterly ugly, τὴν ἰδέαν Arist. EN1099b4, cf. Poll.6.163.
παναίσχης, -ες (Α)
πάρα πολύ άσχημος, εντελώς δύσμορφος, ασχημότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -αισχής (< αἶσχος)].
παναίσχης -ες [πᾶς, αἶσχος] foeilelijk.