παραβαλλέταιρος
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
ὁ, (A παραβάλλω A. VI) one who betrays his comrade, Eust.1406.24.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
1. αυτός που εκθέτει τον σύντροφό του σε κίνδυνο
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που προδίδει τον σύντροφο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραβάλλω + ἑταῖρος «σύντροφος»].