περισπαστέον
From LSJ
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
English (LSJ)
A one must make circumflex, Ath.14.644b, Sch.E.Ph.697, etc.
Greek (Liddell-Scott)
περισπαστέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ θέσῃ περισπωμένην, «περισπαστέον δὲ λέγοντας πλακοῦς τὴν ὀνομαστικήν· συνῄρηται γὰρ ἐκ τοῦ πλακόεις» Ἀθήν. 644Β, κτλ.
Greek Monolingual
Α
(ρημ. επίθ.) πρέπει κανείς να βάλει περισπωμένη ή πρέπει να προφέρει το φωνήεν κάποιας συλλαβής με περισπώμενο τόνο, με περίσπαση της φωνής.