πλατύκαρπος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A with flat fruit, v.l. in Dsc.3.144.
German (Pape)
[Seite 627] mit breiter Frucht, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτύκαρπος: -ον, ὁ ἔχων πλατὺν καρπόν, Διοσκ. 3. 161.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για φυτό) αυτός που έχει πλατιούς καρπούς («φύλλα ἔχει πλατυκάρπῳ πράσσῳ ὅμοια», Διοσκ.).