σκληροπαγής

From LSJ
Revision as of 09:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληροπᾰγής Medium diacritics: σκληροπαγής Low diacritics: σκληροπαγής Capitals: ΣΚΛΗΡΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: sklēropagḗs Transliteration B: sklēropagēs Transliteration C: skliropagis Beta Code: sklhropagh/s

English (LSJ)

ές, A firmly put together, hard, Xenocr. ap. Orib.2.58.18.

German (Pape)

[Seite 901] ές, von harter Zusamnensügung, fest verbunden, Xenocrat.

Greek (Liddell-Scott)

σκληροπᾰγής: -ές, ὁ σταθερῶς συγκεκολλημένος, συμπαγής, τραχύς, σκληρόσαρκος, Ξενοκρ. π. Ἐνυδρ. 8.

Greek Monolingual

-ές, Α
στερεά, σταθερά συγκολλημένος, συμπαγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -παγής (< πήγνυμι), πρβλ. στερεο-παγής].