σμηματοθήκη
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ἡ,= σμηματοδοκίς, Id.A s.v. ῥύμμα.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) κουτί για τοποθέτηση απορρυπαντικής αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆμα, -ήματος + θήκη.