Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
Full diacritics: σκόπελον | Medium diacritics: σκόπελον | Low diacritics: σκόπελον | Capitals: ΣΚΟΠΕΛΟΝ |
Transliteration A: skópelon | Transliteration B: skopelon | Transliteration C: skopelon | Beta Code: sko/pelon |
τό, A mound, LXX 4 Ki.23.17.
σκόπελον: τό, = σκόπελος, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. ΚΓ΄, 17).
τὸ, Α
ο σκόπελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σκόπελος, με αλλαγή γένους].