σχοινόπλεκτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A plaited of rushes, ἄγγος Arar.8.
German (Pape)
[Seite 1057] von Binsen geflochten; ἄγγος, Araros Ath. III, 105 e; Phryn.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινόπλεκτος: -ον, πεπλεγμένος ἐκ σχοίνων, εἰς σχοινόπλεκτον ἄγγος Ἀραρὼς ἐν «Καμπυλίωνι» 1. 4.
Greek Monolingual
-η, -ο / σχοινόπλεκτος, -ον, ΝΑ, και σχοινόπλεχτος, -η, -ο, Ν
αυτός που έχει πλεχθεί, που έχει φτειαχθεί από σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + πλεκτός (< πλέκω), πρβλ. κισσό-πλεκτος].