τάφιος
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
α, ον, A = ταφήϊος, λίθος gravestone, AP7.40 (Diod.). II pl. τάφια, τά, burial-place, IG12(1).736 (Camirus, iii B.C.): but also τᾶν ταφιᾶν (from ταφία or ταφιά) Supp.Epigr.3.674A4, al. (Rhodes, ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1075] = Vorigem, λίθος, Leichenstein, Diod. iun. 12 (VII, 40).
Greek (Liddell-Scott)
τάφιος: -α, -ον, = τῷ προηγ., Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 20, στίχ. 7· τ. λίθος, ἐπιτάφιος λίθος, Ἀνθ. Π. 7. 40.
Greek Monolingual
ία, -ον, Α τάφος
1. ταφήϊος
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ τάφια
νεκροταφείο
3. φρ. «τάφιος λίθος» — ταφόπετρα.
Greek Monotonic
τάφιος: -α, -ον, = το προηγ., τάφιος λίθος, ταφόπετρα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τάφιος: (ᾰ) надгробный, надмогильный (λίθος Anth.).