ταὐτώνυμος

From LSJ
Revision as of 12:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταὐτώνῠμος Medium diacritics: ταὐτώνυμος Low diacritics: ταυτώνυμος Capitals: ΤΑΥΤΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: tautṓnymos Transliteration B: tautōnymos Transliteration C: taftonymos Beta Code: tau)tw/numos

English (LSJ)

ον, (ὄνομα) A of the same name, Speus. ap. Simp. in Cat. 38.20.

German (Pape)

[Seite 1075] desselben Namens, gleichnamig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ταὐτώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ ὄνομα, Καισάριος 1025.

Greek Monolingual

-η, -ο / ταὐτώνυμος, -ον, ΝΜΑ
1. ομώνυμος
2. συνώνυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ομ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].