τριακοντάρχης
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ου, ὁ, a god A who presides over thirty days (one month), PMag.Leid.W.16.40 (λ κοντραχας (sic) acc. pl. Pap.).
Spanish
Greek Monolingual
ὁ, Α
θεός που είχε το πρόσταγμα για τριάντα μέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + -άρχης].