χάνος

From LSJ
Revision as of 15:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάνος Medium diacritics: χάνος Low diacritics: χάνος Capitals: ΧΑΝΟΣ
Transliteration A: chános Transliteration B: chanos Transliteration C: chanos Beta Code: xa/nos

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό, A mouth, Com.Adesp.1193.

German (Pape)

[Seite 1335] εος, τό, = χάσμα, Poll. 2, 97.

Greek (Liddell-Scott)

χάνος: -εος, τό, = χάσμημα, τὸ ἀνοικτὸν στόμα, Κωμικ. Ἀνών. 315.

Greek Monolingual

(I)
ο, Ν
βλ. χαν.
(II)
ο, Ν
ζωολ. βλ. χάννος.
(III)
-ους και -εος, τὸ, Α
το στόμα, ιδίως το ανοιχτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. χᾰν- του ρ. χαίνω (βλ. λ. χάσκω), κατά τα σιγμόληκτα ουδ.].