ψηφίον
From LSJ
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
English (LSJ)
τό, Dim. of ψῆφος, A small pebble, gravel, Aq.Am.9.9; pellet, μέλιτος Orib.Fr.35 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1397] τό, dim. von ψῆφος, 1) kleines Steinchen. – 2) der Ort, wo berathschlagt, abgestimmt wird, erst Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψηφίον: τό, ὑποκορ. τοῦ ψῆφος, μικρὰ ψῆφος, «λιθαράκι», Ἰλ. Φ. 260, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 3. 2. 2) λιθάριον δι’ οὗ ἠρίθμουν, Ἀνθ. Π. 11.365. 3) λιθάριον ἐν ψηφοθετήματι, Νικηφ. Κωνστ. 86. 2. ΙΙΙ. πολύτιμος λίθος δεδεμένος εἰς δακτύλιον, Λόγγος 4. 17.