ἀγλαόπεπλος
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
ον, A beautifully veiled, Q.S.11.240.
German (Pape)
[Seite 16] schöngekleidet, Θέτις Qm. Sm. 11, 240.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαόπεπλος: -ον, ὁ ἔχων λαμπρὸν πέπλον, Κόϊντ. Σμυρ. 11. 240.
Spanish (DGE)
-ον
de espléndido peplo πινυτῇ ... ἀλόχῳ Ὀᾷ ἀγλαοπέπλῳ GVI 1726.1 (II/III d.C.), Θέτις Q.S.11.240.