ἀμμόδρομος

From LSJ
Revision as of 17:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμμόδρομος Medium diacritics: ἀμμόδρομος Low diacritics: αμμόδρομος Capitals: ΑΜΜΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: ammódromos Transliteration B: ammodromos Transliteration C: ammodromos Beta Code: a)mmo/dromos

English (LSJ)

ὁ, A sandy place for racing, AB208.

German (Pape)

[Seite 126] ὁ, Sand-Rennbahn, B. A. 208.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμμόδρομος: ὁ, ἀμμώδης τόπος πρὸς ἱπποδρομίαν, Α. Β. 208.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ pista arenosa para carreras, AB 208.

Greek Monolingual

ἀμμόδρομος, ο (Α)
1. δρόμος επάνω σε αμμώδες έδαφος
2. στα Αρχαία ειδικότερα για δρόμο όπου διεξάγονταν ιπποδρομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + δρόμος.