ἀναρπάγδην
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
Adv. A snatching up violently, A.R.4.579, 1232.
German (Pape)
[Seite 205] (in die Höhe) reißend, ungestüm, Ap. Rh. 4, 579. 1232.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναρπάγδην: ἐπίρρ., διὰ βιαίας ἁρπαγῆς, βιαίως, ἀναρπάγδην φορέοντο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 579, 1232.
Spanish (DGE)
adv. violentamente, en tromba ἀ. φορέοντο A.R.4.579, cf. 1232.
Greek Monolingual
ἀναρπάγδην επίρρ. (Α) αναρπάζω
με βίαιη αρπαγή, βίαια, αρπακτικά.