λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Full diacritics: ἀνοίκητος | Medium diacritics: ἀνοίκητος | Low diacritics: ανοίκητος | Capitals: ΑΝΟΙΚΗΤΟΣ |
Transliteration A: anoíkētos | Transliteration B: anoikētos | Transliteration C: anoikitos | Beta Code: a)noi/khtos |
ον, A = ἀοίκητος, Hdt.4.31.
ἀνοίκητος: -ον, ἀμφ. ἀντὶ ἀοίκητος, Λοβ. Φρύνιχ. 731.
-ον deshabitado ἀνοίκητα τὰ πρὸς βορῆν ἐστί Hdt.4.31.
ἀνοίκητος, -ον (Α) οικώ
βλ. αοίκητος.