ἀπαλεύομαι
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
A keep aloof from, v.l. Nic.Th.395 (Sch.).
German (Pape)
[Seite 276] in tmesi, Nic. Th. 395, wo jetzt ἀπὸ δίψος ἀλέξεται steht.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰλεύομαι: ἀποθ., μένω μακρὰν ἀπό τινος, ἀποφεύγω, διάφορος γραφ. ἐν Νικ. Θ. 395, ἐν τμήσει, ἔνθα νῦν γράφεται ἀπὸ δίψος ἀλέξεται ἀντὶ τοῦ ἀλεύεται, «ἐκκλίνει καὶ ἰᾶται τὴν δίψαν αὐτῆς» (Σχόλ.).
Spanish (DGE)
librarse de, aplacar τὸ δίψος Sch.Nic.Th.395, χόλον Orác. en ZPE 1, p.184.