ἀποκαύλισις

From LSJ
Revision as of 20:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκαύλισις Medium diacritics: ἀποκαύλισις Low diacritics: αποκαύλισις Capitals: ΑΠΟΚΑΥΛΙΣΙΣ
Transliteration A: apokaúlisis Transliteration B: apokaulisis Transliteration C: apokaylisis Beta Code: a)pokau/lisis

English (LSJ)

εως, ἡ, A breaking off by the stalk: snapping, πηδαλίων Luc.Merc.Cond.1.

German (Pape)

[Seite 306] ἡ, das Abbrechen des Stengels, das Durchbrechen, πηδαλίων Luc. de merc. cond. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκαύλισις: -εως, ἡ, ἡ ἀποκοπὴ τοῦ καυλοῦ, τοῦ στελέχους, ἀποκοπὴ κατὰ τὸ μέσον, ἀπόσπασις, πηδαλίων Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 1.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de briser net comme à la tige.
Étymologie: ἀποκαυλίζω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ rotura πηδαλίων Luc.Merc.Cond.1.

Greek Monotonic

ἀποκαύλισις: -εως, ἡ, αποκοπή στελέχους, σμίκρυνση, απόσπαση, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκαύλισις: εως ἡ отламывание, поломка (πηδαλίων Luc.).

Middle Liddell

[from ἀποκαυλίζω
a breaking short off, snapping, Luc.