ἀποτυχίζω
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
English (LSJ)
(τύχος, A = τύκος) = ἀποπελεκάω, Paus.Gr.Fr. 62:—Pass., Hsch.
German (Pape)
[Seite 333] behauen, einen Stein; Hesych. auch ἀποτυκίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτυχίζω: «ἀποτυχισθείς· ἀποτιλθείς· καὶ τὸ ἀποτυχισθὲν ἐπὶ τοῦ ἀποπελεκῆσαι τὸν λίθον, ἀπὸ τῶν τύχων, ἔστι δὲ λιθοξοϊκὸν σιδήριον» Ἡσύχ.