ἀπροτίοπτος
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ον, A = ἀπρόσοπτος, invisible, obscure, Man.2.19, Opp.H.3.159, Q.S.7.73, Ath.Mitt.27.339(Acarn.).
German (Pape)
[Seite 340] dor. u. poet. für ἀπρόσοπτος, nicht anzusehen, widrig, φάρμακον Opp. Hal. 3, 159; Man. 2, 19; – unsichtbar, Qu. Sm. 7, 73.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροτίοπτος: -ον, Δωρ. ἀντὶ ἀπρόσοπτος, ἀόρατος, ἀμυδρός, Ὀππ. Ἁλ. 3. 159, Κόϊντ. Σμ. 7. 74, κτλ.· πρβλ. ἀπροτίελπτος.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no se puede ver, invisible Ἄρης IG 92(1).314.7 (Turio II a.C.), ἄξων Man.2.19, ἐσθλά τε καὶ τὰ χέρεια ... ἀπροτίοπτα τέτυκται Q.S.7.73, (κακοί) Q.S.9.417, ὄνειδος Q.S.13.249, cf. Hsch., Et.Gen.1090.
2 a través del cual no se puede ver del φάρμακον que expulsa el pez espada para defenderse de sus enemigos, Opp.H.3.159.