ἄβρεκτος
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ον, A = ἄβροχος, Hp.Aff.52, Plu.2.381c, Mosch.2.114.
German (Pape)
[Seite 4] unbenetzt, Plut. de Is. et Os. 75; Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ἄβρεκτος: -ον, = ἄβροχος. Πλούτ. 2. 381C. Μόσχ. παρὰ Näke Opusc. 179. ·
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non mouillé, sec.
Étymologie: ἀ, βρέχω.
Spanish (DGE)
-ον
no húmedo, seco ἄβρεκτα κρίθη granos de cebada sin humedecer Hp.Aff.52, τὰ ᾠὰ ... ἄβρεκτα φυλάσσειν Plu.2.381c, ἄρουρα Nonn.D.22.259
•de partes del cuerpo no mojado, enjuto παῖς ἀβρέκτῳ γούνατι πεζὸς ἔβη Call.Fr.384.34, χηλαί Mosch.2.114, παλάμαι Nonn.Par.Eu.Io.2.3, χείλεα Nonn.D.17.129.
Russian (Dvoretsky)
ἄβρεκτος: несмоченный (ξηρὸς καὶ ἄ. Plut.).