ἐγχείμαργος
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
ον, A = ἐγχεσίμαργος, EM313.14.
German (Pape)
[Seite 712] = ἐγχεσίμαργος, E. M. 313, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχείμαργος: -ον, = ἐγχεσίμαργος, Ἐτυμολ. Μ. 313. 14.
Spanish (DGE)
-ον
enloquecido por la lanza Hdn.Gr.2.495, Eust.460.25, EM 313.14G.