ἐκσπερματίζω

From LSJ
Revision as of 01:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκσπερμᾰτίζω Medium diacritics: ἐκσπερματίζω Low diacritics: εκσπερματίζω Capitals: ΕΚΣΠΕΡΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: ekspermatízō Transliteration B: ekspermatizō Transliteration C: ekspermatizo Beta Code: e)kspermati/zw

English (LSJ)

A semen emitto, ἐ. σπέρμα, of a woman, conceive, LXX Nu.5.28.

German (Pape)

[Seite 779] = simplex, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσπερματίζω: ἐκβάλλω, χύνω τὸ σπέρμα μου, καὶ ἐκσπερματιεῖ σπέρμα, ἐπὶ γυναικός, συλλαμβάνω, Ἑβδ. (Ἀριθμ. Ε΄, 28)· πρβλ. σπερματίζω.

Spanish (DGE)

hacer productiva la simiente ἐὰν δὲ μὴ μιανθῇ ἡ γυνή ... ἐκσπερματιεῖ σπέρμα si la mujer no está mancillada, concebirá LXX Nu.5.28.

Greek Monolingual

(AM ἐκσπερματίζω)
εκβάλλω σπέρμα, χύνω, αποσπερματίζω
νεοελλ.
(μέσ., -ομαι) παθαίνω στον ύπνο εκσπερμάτιση
αρχ.
(για γυναίκα) συλλαμβάνω.