Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
Full diacritics: ἐμπῐπάσκομαι | Medium diacritics: ἐμπιπάσκομαι | Low diacritics: εμπιπάσκομαι | Capitals: ΕΜΠΙΠΑΣΚΟΜΑΙ |
Transliteration A: empipáskomai | Transliteration B: empipaskomai | Transliteration C: empipaskomai | Beta Code: e)mpipa/skomai |
= ἐμπάομαι, A acquire, χρήματα SIG56.22 (Argos, v B.C.).
adquirir χρε̄́ματα δὲ με̄̀ 'νπιπασκέσθο hο Κνόσιος que un cnosio no pueda adquirir bienes en Tiliso ICr.1.8.4b.3 (V a.C.).
ἐμπιπάσκομαι (Α)
1. ποτίζω, δίνω σε κάποιον να πιεί
2. σβήνω τη δίψα μου.