ἐνάγιος
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
α, ον, A under a curse, Χρόνοι PMag.Par.1.844.
Greek Monolingual
ἐνάγιος, -α, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται κάτω από κατάρα, καταραμένος, αφορισμένος («ἐνάγιοι χρόνοι»).