ἐνάγιος

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνᾰγιος Medium diacritics: ἐνάγιος Low diacritics: ενάγιος Capitals: ΕΝΑΓΙΟΣ
Transliteration A: enágios Transliteration B: enagios Transliteration C: enagios Beta Code: e)na/gios

English (LSJ)

α, ον, under a curse, Χρόνοι PMag.Par.1.844.

Greek Monolingual

ἐνάγιος, -α, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται κάτω από κατάρα, καταραμένος, αφορισμένος («ἐνάγιοι χρόνοι»).