ἐντολεύς
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
έως, ὁ, A = ἐντολικάριος, agent, representative, Cod.Just.4.20.16.1, PGrenf.1.62.8 (vi A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐντολεύς: ὁ, (ἐντέλλομαι) ὁ διδοὺς ἐντολὴν καὶ μετωνυμικῶς, = ἐντολή, τὸν ἐντολέα τοῦ νόμου κυρίου Διαθ. τῶν 12 Πατρ. σ. 690, ἔκδ. Φαβρ. 2) ἐπίτροπος, προκουράτωρ, Ἰουστινιαν. Κῶδ. 3. 2, 4 § α΄. 10, 11, 8, § η΄.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
1 promulgador τὸν ἐντολέα τοῦ νόμου κύριον ἀθετεῖ T.Aser.2.6.
2 imper., biz., jur. y admin. representante legal, procurador, mandatario, apoderado ὥστε μηδενὶ τῶν λαμπροτάτων ἐξεῖναι δι' ἑαυτοῦ δίκην ἀγωνίζεσθαι, δι' ἐντολέων δὲ πάντως de modo que ninguno de los más ilustres pueda litigar por sí mismo, pero siempre por medio de procuradores Iust.Nou.71 proem., cf. Cod.Iust.4.20.16.1, οὐ δι' ἑαυτοῦ οὐ δι' ἐντολέως καὶ παρενθέτου προσώπου PMonac.14.71 (VI d.C.), μηδεὶς ἐπίσκοπος ... ἐ. δίκης ... γινέσθω Ath.Scholast.Coll.1.2 (p.6), cf. IMylasa 612.6 (V d.C.), PBodl.47.9, PPG 146, PFreer Aphrod.123, POxy.2244.64 (todos VI d.C.), Gloss.2.300.
3 en un monasterio procurador, administrador Iust.Nou.123.27.