Ἑσπερία
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
(sc. χθών), ἡ, A the Western land, of Italy, Agathyll. ap. D.H.1.49 ; of Spain, Suid. s.v. Ἰβηρία.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑσπερία: (ἐξυπακ. χθών), ἡ πρὸς δυσμὰς τῆς Ἑλλάδος χώρα, ἡ Ἰταλία, Διον. Ἁλ. 1. 35, 49: - ἡ Ἱσπανία, «Ἱσπανία χώρα, ἣ καὶ Ἰβηρία καὶ Ἑσπερία» Σουΐδ.
Russian (Dvoretsky)
Ἑσπερία: ἡ Гесперия, т. е. Италия (как лежащая к западу от Эллады) Anth.