ἰσοπερίμετρος

From LSJ
Revision as of 12:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοπερίμετρος Medium diacritics: ἰσοπερίμετρος Low diacritics: ισοπερίμετρος Capitals: ΙΣΟΠΕΡΙΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: isoperímetros Transliteration B: isoperimetros Transliteration C: isoperimetros Beta Code: i)soperi/metros

English (LSJ)

ον, A of equal perimeter, Damian.Opt.3, Hero *Deff.82, Procl.in Ti.2.71 D., al.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοπερίμετρος: -ον, ἔχων ἴσην περίμετρον, Συνέσ. 71C, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 162.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσοπερίμετρος, -ον)
αυτός που έχει ίση περίμετρο («ισοπερίμετρα σχήματα» — επίπεδα σχήματα που έχουν την ίδια περίμετρο).