ἰχνευτικός

From LSJ
Revision as of 12:01, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰχνευτικός Medium diacritics: ἰχνευτικός Low diacritics: ιχνευτικός Capitals: ΙΧΝΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ichneutikós Transliteration B: ichneutikos Transliteration C: ichneftikos Beta Code: *)ixneutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A good at tracking, κύων Ael.NA6.59, Arr. Epict.1.2.34, Ph.2.38.

German (Pape)

[Seite 1277] zum Spüren geschickt, κύων Ael. H. A. 6, 59 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχνευτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς εἰς τὸ ἀνιχνεύειν, κύων Αἰλ. π. Ζ. 6. 59. - Ἐπίρρ. -κῶς, δι’ ἰχνεύσεως, Εὐστ. Πονημάτ. 174. 51.

Greek Monolingual

ἰχνευτικός, -ή, -όν (Α) ιχνευτής
ικανός ή επιτήδειος στο να ανιχνεύει, ιχνηλάτης.
επίρρ...
ιχνευτικώς (Μ ἰχνευτικῶς)
με ίχνευση, με αναζήτηση τών ιχνών.