ἱεροθυτέω
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
A sacrifice, βοῦς Heraclit.Incred.39, cf. Ἀρχ. Ἐφ. 1911.59, IG14.290 (Segesta), 12(1).67 (Rhodes): Arc. pres. part. nom. sg. masc. ἱεροθυτές ib.5(2).3.7 (Tegea, iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 1241] opfern, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροθῠτέω: προσφέρω θυσίας, Ἡρακλείτου π. Ἀπίστων σ. 82, Συλλ. Ἐπιγρ. 5546. ΙΙ. γίνομαι ἱεροθύτης, ἱεροθυτήσας, γενόμενος ἱεροθύτης, Ἐπιγρ. Ρόδου, N. Rhein. Mus. IV. σ. 185· οὕτω καὶ ἱεροθυτέων, ὢν ἱεροθύτης, Ἐπιγρ. Ἀμφίσσης, Bull. d. corr. hell. V. σ. 451.