ὀστολόγος

From LSJ
Revision as of 12:50, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστολόγος Medium diacritics: ὀστολόγος Low diacritics: οστολόγος Capitals: ΟΣΤΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: ostológos Transliteration B: ostologos Transliteration C: ostologos Beta Code: o)stolo/gos

English (LSJ)

ον, (λέγω B) A collecting bones, Epil.7; Ὀστολόγοι, name of a tragedy by Aeschylus, Ath.15.667c.

German (Pape)

[Seite 400] die Knochen, Gebeine sammelnd, Titel einer Tragödie des Aeschylus bei Ath. XV, 667 c.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστολόγος: -ον, (λέγω Β) ὁ συλλέγων ὀστᾶ, Ἐπίλυκος ἐν Ἀδήλ. 2· Ὀστολόγοι, ὄνομα τραγῳδίας τινὸς τοῦ Αἰσχύλου, Ἀθήν. 667C.

Greek Monolingual

ὀστολόγος, -ον (Α)
1. αυτός που συλλέγει τα οστά νεκρού ο οποίος έχει υποβληθεί στη διαδικασία της καύσης
2. ως κύριο όν. Ὀστολόγοι
τίτλος τραγωδίας του Αισχύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -λόγος].

Russian (Dvoretsky)

ὀστολόγος: ὁ собиратель костей (заглавие одной из не дошедших до нас трагедий Эсхила).