ἡδυπνοΐς
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
ΐδος, ἡ, A ox-tongue, Helminthia echioides, Plin.HN20.75; to be restored in Hsch. for ἡδυπνοΐδης. -πνοος, Dor. ἁδ-, ον, contr. ἡδύ-πνους, ουν, sweet-breathing, αὖραι E.Med.840 (lyr.); of musical sound, Pi.O.13.22,I.2.25; of auspicious dreams, S.El.480 (lyr.). 2 sweet-smelling, fragrant, λεπαστή Telecl.24 (lyr.); χῶρος AP9.564 (Nic.); κρόκος IG14.607e (Carales); ὅρμος (necklace) Dsc.1.99. 3 v. ἡδύχρους 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυπνοΐς: ΐδος, ἡ, εἶδος κιχορίου, Πλίν. 20. 31· οὕτω διορθωτέον παρ’ Ἡσυχ. ἀντὶ ἡδυπνοΐδης.