δαμιεργός
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
δαμιοεργός, δαμιοργός, Dor. for δημιουργός: δαμιόργιον, τό, A office of δαμιοργοί, LW1572b (Cnidus): δάμιος, Dor. for δήμιος: δαμιόω, Boeot. and Cret. for ζημιόω.
Greek Monolingual
δαμιοεργός και δαμιοργός, ο
βλ. δημιουργός.