γλάμυξος
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
bleary-eyed, blear-eyed. See γλαμυρός
Greek (Liddell-Scott)
γλᾰμῠρός: -ά, -όν, (ἴδε ἐν λ. λήμη) λημώδης, «τζιμπλιάρης», Λατ. gramiosus, Ἱππ. 641. 11· ὡσαύτως, ὀφθαλμοὶ γλ. ὁ αὐτ. 642. 50· ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλ. βασιλεύει Παροιμ. παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Ω. 192.
Spanish (DGE)
γλάμυξος -ον que está afectado de rija ὄμματα EM 232.42G.
Spanish (DGE)
γλαμυρός -ά, -όν
1 medic. lleno de secreción acuosa, legañoso, que tiene rija ὀφθαλμοί Hp.Mul.2.116, 119, cf. Hp. en Gal.19.91, Hsch., Sch.Er.Il.24.192
•de ahí en el prov. ἐν τυφλῶν πόλει γ. βασιλεύει en la ciudad de los ciegos un pitañoso es rey Sch.Er.Il.24.192.
2 sent. dud. voraz dicho de unos pájaros τοὺς γλαμυροὺς κατὰ φορβάν S.Fr.396
•aunque quizá acuático según glos. a γλαμυρούς EM 232.45G.