προεκπίνω

From LSJ
Revision as of 12:45, 16 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">[ῑ</b>" to "[ῑ")

εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκπίνω Medium diacritics: προεκπίνω Low diacritics: προεκπίνω Capitals: ΠΡΟΕΚΠΙΝΩ
Transliteration A: proekpínō Transliteration B: proekpinō Transliteration C: proekpino Beta Code: proekpi/nw

English (LSJ)

[ῑ], A drink off before, Plu.2.768d, Ath.5.193a.

German (Pape)

[Seite 719] (s. πίνω), vorher austrinken; Ath. V, 193 a; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

προεκπίνω: [ῑ], ἐκπίνω πρότερον, Πλούτ. 2. 768D, Ἀθήν. 193Α.

French (Bailly abrégé)

f. προεκπίομαι, ao.2 προεξέπιον, etc.
boire auparavant.
Étymologie: πρό, ἐκπίνω.

Greek Monolingual

Α
πίνω κάτι ολόκληρο, καταπίνω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκπίνω «πίνω όλο το περιεχόμενο του ποτηριού»].

Russian (Dvoretsky)

προεκπίνω: (ῑ) раньше выпивать, отпивать (ἥμισυ μέρος Plut.).