ναυαγησμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, = ναυαγία (shipwreck), Hdn. Epim. 180.
German (Pape)
[Seite 230] ὁ, = Folgdm, Hdn. epimer. 180.
Greek (Liddell-Scott)
ναυᾱγησμός: -οῦ, ό, = τῷ ἑπομ., Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 180.
Greek Monolingual
ναυαγησμός, ὁ (Α)
ναυαγία, συντριβή πλοίου, καραβοτσάκισμα, ναυάγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναυαγῶ + κατάλ. -σμός, κατά τα ουσ. σε -ισμός (< ρ. σε -ίζω), πρβλ. νουθετῶ: νουθετη-σμός].