προσορμισμός
From LSJ
Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat
English (LSJ)
ὁ, = προσόρμισις (coming to anchor, coming to land), Sch. Il. 1.434.
Greek Monolingual
ὁ, Α προσορμίζω
η προσόρμιση.