ποτισμός
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
ὁ, = πότισμα (draught), Call.A Fr.anon.121, BGU912.20 (i A.D.), Aq.Pr.3.8. 2 irrigation, PCair.Zen.268.36 (iii B.C.), PAmh.2.91.11 (pl., ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 690] ὁ, das Tränken, Bewässern, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ποτισμός: ὁ, τὸ ποτίζειν, πότισμα, Ἀκύλας Ψαλμ. Γ, 8, Φίλων Ι, 288, 9, κλπ.· πότισις, εως, ἡ, Γλωσσ.