ὀψίβλαστος
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English (LSJ)
ον, = ὀψιβλαστής (late sprouting, late shooting), Thphr. HP 3.4.2 ; Comp. ὀψιβλαστότερος Id. CP 1.10.7.
Greek Monolingual
ὀψίβλαστος, -ον (Α)
ο οψιβλαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + -βλαστός (πρβλ. βλαστάνω)].