ναΐσκιον
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
τό, = ναϊσκάριον, Ὀσείριδος POxy. 521.4 (ii AD). name of various bandages, Sostratus and Apollonius ap. Gal. 12.496 Chart.
Greek Monolingual
ναΐσκιον, τὸ (Α) ναίσκος
1. ναϊσκάριον
2. ονομασία επιδέσμου.